- τετράφυλλο
- το / τετράφυλλον ΝΜβλ. τετράφυλλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οικόσημο — Ο. ονομάζεται τη σήμα ευγενούς οικογένειας, συμβολική παράσταση ζώου, φυτού ή άλλου αντικείμενου, που υιοθετήθηκε σαν έμβλημα από τα μέλη ενός οίκου ευγενών. Τα ο. εμφανίστηκαν τον 12o αι. και προορίζονταν για να ξεχωρίζουν από τους άλλους… … Dictionary of Greek
τετράφυλλος — η, ο / τετράφυλλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που αποτελείται από τέσσερα φύλλα («τετράφυλλη πόρτα») νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η τετράφυλλος βοτ. σύνθετο παλαμοειδές φύλλο με τέσσερα φυλλάρια τα οποία εκφύονται από το ίδιο… … Dictionary of Greek
τριφύλλι — Oνομασία πολλών ειδών φυτών (τριφύλλιον το λειμώνιο, τ. το κοινό, τ. το έρπον, τ. το σαρκόχρωμο, τ. το ορεινό, τ. το αλπικό κ.ά.) της οικογένειας (ή υποοικογένειας) των ψυχανθών ή παπιλιονιδών, της τάξης (ή οικογένειας) των χεδρωπών ή… … Dictionary of Greek
θάλικτρο — (Τhalictrum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βατραχοειδών. Συναντάται στις εύκρατες ζώνες του βόρειου ημισφαίριου. Περιλαμβάνει 120 είδη πολυετών ποωδών φυτών με διαδοχικά, διακεκομμένα, πετροειδή φύλλα και απλά άνθη με τετράφυλλο … Dictionary of Greek
Τζημούρης, Αθανάσιος — (Καλαρρύτες; – Ζάκυνθος 1823). Ηπειρώτης χρυσικός. Τα χρόνια της ακμής του συμπίπτουν με τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αι. Το 1821, όταν καταστράφηκε το χωριό του, οι Καλαρρύτες, κατά τις συγκρούσεις των αυτοκρατορικών … Dictionary of Greek
τετράφυλλος — η, ο αυτός που έχει τέσσερα φύλλα: Τετράφυλλο λουλούδι. – Τετράφυλλη πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)